- αναστηρίζω
- μετ. подпирать, поддерживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναστηρίξαι — ἀναστηρίζω set up firmly aor inf act ἀναστηρίξαῑ , ἀναστηρίζω set up firmly aor opt act 3rd sg ἀναστηρίζω set up firmly aor inf act ἀναστηρίξαῑ , ἀναστηρίζω set up firmly aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστηριζόμενος — ἀναστηρίζω set up firmly pres part mp masc nom sg ἀναστηρίζω set up firmly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεστήρικται — ἀναστηρίζω set up firmly perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεστήριξε — ἀναστηρίζω set up firmly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεστήριξεν — ἀναστηρίζω set up firmly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)